- σήραγγος
- σήραγγος ἢ σήραγξ· ἐπιθυμία, Hsch.; cf. [full] σηράγγων· σπηλαίων, ἐπιθυμιῶν, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σήραγγος — Με το όνομα αυτό αναφέρεται μυθολογικός ήρωας στον αρχαίο Πειραιά, ο οποίος κατοικούσε σε φυσικό άνοιγμα σαν σπηλιά, στην περιοχή της Μουνιχίας (Σηράγγιον). Ο Σ. σχετίζεται με κάποια δύναμη, η οποία παρουσιαζόταν σε διάφορα μέρη και έπαιρνε το… … Dictionary of Greek
σήραγγος — σή̱ραγγος , σῆραγξ cave hollowed out by water fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… … Dictionary of Greek
συσσηραγγώ — όω. Μ καθιστώ κάτι εντελώς συραγγώδες («ὁ τόπος οὐκ ἐκ ταὐτομάτου διαβεβόθρωται οὐδὲ συσσεοηράγγωται φυσικῶς», Ανν. Κομν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σηραγγῶ (< σήραγξ, σήραγγος)] … Dictionary of Greek